modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
radar | |
agric. | ραδιοεντοπιστής; ραδιοεντοπιστική συσκευή; ραντάρ |
commun. el. | ραδιοεντοπισμός; ραντάρ |
commun. transp. | ραδιοανίχνευση |
environ. | ραδιοεντοπιστής |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular : 62 phrases in 17 subjects |