modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
Alarms | |
comp., MS | Αφυπνίσεις |
alarm | |
gen. | συσκευή συναγερμού,συναγερμός |
comp., MS | αφύπνιση |
environ. | συναγερμός |
immigr. tech. | όπλο προοριζόμενο να δίνει σήμα συναγερμού |
life.sc. lab.law. tech. | κλήση βοήθειας |
transmitter | |
commun. | ενθέμιο συσκευής πομπού; μεταδότης; μηχανισμός μετάδοσης |
el. | ραδιοεκπομπός |
mech.eng. | πομπός |
med. | διαβιβαστής; διαβιβαστική ουσία |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular : 62 phrases in 17 subjects |