modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
administration | |
gen. | διοίκηση |
commun. | διοικητηριο |
ed. | διαχείριση |
environ. | διοίκηση; χορήγηση |
fin. | διοικητική λειτουργία |
IT | διοικητική αρχή |
law | διαχείριση της περιουσίας θανόντος |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
nat.sc. earth.sc. mech.eng. | εργαλείο |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular : 62 phrases in 17 subjects |