modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
Acoustic | |
comp., MS | Ακουστική |
acoustic | |
gen. | ακουστική; ακουστικό |
med. | ακουστικό νεύρο; ακουστικός; ηχητικός |
acoustics | |
environ. | ακουστική |
simulation | |
environ. | προσομοίωση |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular : 62 phrases in 17 subjects |