modular | |
commun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
Acoustic | |
comp., MS | Ακουστική |
acoustic | |
gen. | ακουστική; ακουστικό |
med. | ακουστικό νεύρο; ακουστικός; ηχητικός |
acoustics | |
environ. | ακουστική |
processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
English thesaurus | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular : 62 phrases in 17 subjects |