manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
configuration | |
IT tech. | διάρθρωση; διάταξη; συγκρότηση; σύνθεση |
life.sc. | πλανητικές προδιαγραφές |
life.sc. chem. | διάταξη ατόμων στο μόριο |
math. | δειγματοληψία πλέγματος |
med. | στερεοδιάταξη; διαμόρφωση |
| |||
εγχειρίδιο n | |||
| |||
χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
man; mn; mnl |
Manual : 363 phrases in 42 subjects |