manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
closed loop | |
IT | Κλειστός βρόχος; κλειστός βρόχος |
life.sc. el. | κλειστó σÙστημα; σÙστημα έμμεσης θέρμανσης |
mech.eng. | κλειστό κύκλωμα |
tech. industr. construct. | κλειστή θηλειά |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
εγχειρίδιο n | |||
| |||
χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
man; mn; mnl |
Manual : 363 phrases in 42 subjects |