manager | |
busin. labor.org. | υπάλληλος διεύθυνσης |
econ. | διοικητικό στέλεχος; διευθυντής μιας επιχείρησης |
lab.law. | προïστάμενος αγροτικών επιχειρήσεων |
owner | |
commun. | ιδιοκτήτης' κάτοχος |
commun. IT | ιδιοκτήτης σύνδεσης δικτύου; ιδοκτήτης; ιδιοκτήτης; κάτοχος |
comp., MS | κάτοχος |
fin. transp. | εφοπλιστής |
user | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users | |
commun. | χρήστης |
system engineer | |
comp., MS | μηχανικός συστημάτων |
systems engineering | |
el. | μελέτη συστημάτων; μηχανική συστημάτων; τεχνικός σχεδιασμός συστημάτων |
IT gen. | μηχανίκευση συστημάτων |
| |||
υπάλληλος διεύθυνσης; στέλεχος επιχείρησης | |||
διοικητικό στέλεχος; διευθυντής μιας επιχείρησης | |||
διοικητικό στέλεχος - | |||
προïστάμενος αγροτικών επιχειρήσεων | |||
αρχηγός m; διαχειριστής m; διευθυντής m; επιστάτης; επόπτης m; μάνατζερ m; προϊστάμενος m | |||
| |||
διοικητής | |||
English thesaurus | |||
| |||
man; mngr |
Manager : 234 phrases in 29 subjects |