line protection | |
el. | προστασία γραμμής |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
προστασία γραμμής |
Line Protection : 6 phrases in 3 subjects |
Chemistry | 1 |
Electronics | 3 |
General | 2 |