limit | |
gen. | περιορίζω |
limited | |
gen. | περιορισμένο; περιορισμένος |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
program | |
comp., MS | πρόγραμμα |
IT tech. | προγραμματίζω |
med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
| |||
περιορίζω | |||
| |||
περιορισμένο; περιορισμένος | |||
περιορισμένη |
Limited : 219 phrases in 30 subjects |