leave | |
gen. | αναθέτω; εγκαταλείπω; φεύγω |
button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
| |||
αναθέτω; εγκαταλείπω; φεύγω | |||
| |||
αριστερή; αριστερό; αριστερός; αριστερά | |||
English thesaurus | |||
| |||
l | |||
| |||
left turn; leading edge flight test | |||
Leprechauns, Elves, Fairies, And Trolls | |||
leading-edge flight test |
Left : 336 phrases in 29 subjects |