international | |
gen. | Διεθνής; διεθνές; διεθνής |
mobile terminal | |
commun. | κινητό τερματικό; κινητό τερματικό |
user | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users | |
commun. | χρήστης |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
Διεθνής; διεθνές; διεθνής | |||
English thesaurus | |||
| |||
int. | |||
intn. |
International : 2387 phrases in 69 subjects |