internal | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικό |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
εσωτερική; εσωτερικό | |||
εσωτερικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
int | |||
int. |
Internal : 851 phrases in 47 subjects |