internal | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικό |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
εσωτερική; εσωτερικό | |||
εσωτερικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
int | |||
int. |
Internal : 848 phrases in 47 subjects |