interim | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
ETS in course of development | |
commun. industr. | πρότυπο ETS στη φάση εκπόνησης; πρότυπο ETS στην πορεία ανάπτυξης |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
int | |||
int. |
Interim : 149 phrases in 28 subjects |