intergroup | |
polit. | διακομματική ομάδα; διαπαραταξιακή ομάδα |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
the | |
gen. | ή |
profession | |
gen. | επάγγελμα |
econ. | δραστηριότητα; απασχόληση |
| |||
διακομματική ομάδα; διαπαραταξιακή ομάδα |
Intergroup : 72 phrases in 13 subjects |