intergroup | |
polit. | διακομματική ομάδα; διαπαραταξιακή ομάδα |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
the | |
gen. | ή |
Problem | |
comp., MS | Πρόβλημα |
of | |
gen. | από |
the disabled | |
social.sc. | άτομα με φυσική ή επίκτητη αναπηρία |
| |||
διακομματική ομάδα; διαπαραταξιακή ομάδα |
Intergroup : 72 phrases in 13 subjects |