| |||
διαλειτουργία f (ΣΠ); διασύνδεση f | |||
διαλειτουργικότητα f; συλλειτουργία f | |||
| |||
συνεργασία | |||
συνδυασμένη λειτουργία | |||
λειτουργία με εναλλαγή | |||
διασυνεργασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
Dialogue, exchanges between equipment from different manufacturers. (FRA) |
InterWorking : 31 phrases in 5 subjects |
Communications | 19 |
Education | 1 |
Electronics | 2 |
Information technology | 8 |
International trade | 1 |