integrate | |
gen. | εντάσσω |
pollution prevention | |
environ. | πρόληψη της ρύπανσης; πρόληψη της ρύπανσης |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
Integrated : 633 phrases in 43 subjects |