integrate | |
gen. | εντάσσω |
pollution control | |
econ. | έλεγχος της ρύπανσης |
environ. | απορρύπανση; αντιρρυπαντική προστασία; έλεγχος της ρύπανσης; έλεγχος ρύπανσης; αντιρρύπανση |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
Integrated : 633 phrases in 43 subjects |