integrate | |
gen. | εντάσσω |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
Integrated : 633 phrases in 43 subjects |