integrate | |
gen. | εντάσσω |
Business | |
comp., MS | Εργασία |
business | |
environ. | επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος |
module | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
Integrated : 633 phrases in 43 subjects |