Injection | |
gen. | Ενέσιμο |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
| |||
Ενέσιμο | |||
| |||
εισαγωγή δείγματος με έγχυση | |||
ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών | |||
| |||
ενιέμενες ουσίες; ενέσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
inject | |||
inj. | |||
A general term for attack types which consist of injecting code that is then interpreted/executed by the application. (OWASP) | |||
inj |
Injection : 416 phrases in 34 subjects |