individual | |
gen. | ατομική; ατομικό |
commun. life.sc. patents. | ιδιαίτερος' ατομικός |
law market. | φυσικό πρόσωπο |
med. | οντότητα; μεμονωμένος; άνθρωπος; άτομο; ατομικός |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
| |||
ιδιαίτερος' ατομικός | |||
φυσικό πρόσωπο | |||
οντότητα f; μεμονωμένος; άνθρωπος m | |||
εξατομικευμένο | |||
| |||
ατομική; ατομικό | |||
άτομο; ατομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
indiv |
Individual : 357 phrases in 44 subjects |