import | |
comp., MS | εισάγω |
econ. | εισαγωγές; εισαγωγή |
tax. transp. | εισαγωγή |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
εισάγω (To bring information from one system or program into another. The system or program receiving the data must somehow support the internal format or structure of the data) | |||
εισαγωγές | |||
εισαγωγή | |||
| |||
εισαγωγικό εμπόριο | |||
| |||
εισαγωγή (ΕE) | |||
English thesaurus | |||
| |||
imp |
Import : 370 phrases in 22 subjects |