ignition | |
gen. | έναυση,ανάφλεξη |
chem. | πυροδότηση |
coal. chem. | φλόγα έκρηξης αερίου |
el. | ανάφλεξη |
mech.eng. | άναμα βενζινοκινητήρα; ανάφλεξη βενζινοκινητήρα |
modulator assembly | |
commun. | ενθέμιο συσκευής διαμόρφωσης |
| |||
έναυση,ανάφλεξη f | |||
πυροδότηση f | |||
φλόγα έκρηξης αερίου | |||
ανάφλεξη f | |||
άναμα βενζινοκινητήρα; ανάφλεξη βενζινοκινητήρα | |||
πύρωση f; αποτέφρωση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
ig | |||
ign |
Ignition : 232 phrases in 20 subjects |