human abbr. | |
gen. | άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο |
input device abbr. | |
comp., MS | συσκευή εισόδου |
IT | μονάδα εισόδου |
| |||
άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο | |||
με ανθρώπινη παρέμβαση; ανθρώπινος; ανθρωπογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hum |
Human : 725 phrases in 41 subjects |