hall | |
gen. | χωλ; λόμπυ; φουαγιέ; προθάλαμος; χολ |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
χωλ; λόμπυ; φουαγιέ; προθάλαμος; χολ | |||
ευρύς προθάλαμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
high-altitude long loiter | |||
Hallmark Capital Corporation |
Hall : 84 phrases in 19 subjects |