Hall effect | |
el. | φαινόμενο Χωλ |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
φαινόμενο Χωλ | |||
English thesaurus | |||
| |||
HE |
Hall effect : 18 phrases in 3 subjects |
Electronics | 13 |
Information technology | 3 |
Physical sciences | 2 |