grounding | |
cultur. | βερνίκωμα; βερνίκωση; επίχριση |
el. | σύνδεση με τη γή; γείωση |
min.prod. | προσάραξη |
transp. | ακινητοποίηση στο έδαφος; μη περαιτέρω εκτέλεση πτήσεων |
approach | |
gen. | προσεγγίζω |
construct. | ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα |
earth.sc. mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση |
environ. | προσέγγιση |
mech.eng. | διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω |
transp. avia. | επίδειξη σε πτήση |
| |||
πέτρωμα | |||
αγωγός γείωσης | |||
βάση; φόντο | |||
βάθος | |||
γαία; γή | |||
έδαφος | |||
έδαφος | |||
γείωση | |||
| |||
βερνίκωμα; βερνίκωση; επίχριση | |||
σύνδεση με τη γή; γείωση | |||
προσάραξη | |||
ακινητοποίηση στο έδαφος; μη περαιτέρω εκτέλεση πτήσεων | |||
απαγόρευση απογείωσης | |||
| |||
αιτιολογία; αιτιολογικό μέρος; σκεπτικό | |||
| |||
γειώνω | |||
προσαράσσω | |||
English thesaurus | |||
| |||
reasons or foundation | |||
| |||
grd. | |||
gd; grd; grnd |
Ground : 1071 phrases in 46 subjects |