ground control | |
commun. life.sc. | φωτοσταθερά σημεία ή σημεία προσαρμογής αεροφωτογραφιών |
approach | |
gen. | προσεγγίζω |
construct. | ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα |
earth.sc. mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση |
environ. | προσέγγιση |
mech.eng. | διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω |
transp. avia. | επίδειξη σε πτήση |
Ground Control : 5 phrases in 3 subjects |
Communications | 2 |
Mechanic engineering | 1 |
Transport | 2 |