graphic | |
gen. | γραφική |
comp., MS | γραφικό |
IT dat.proc. lab.law. | γραφικό σύμβολο |
med. | γραφικός |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
γραφική | |||
γραφικό m (A visual representation such as a picture, chart or table) | |||
γραφικό σύμβολο | |||
γραφικός | |||
| |||
γραφικά f (An API that facilitates rendering for geometry, images, bitmaps, text, color, and special effects) | |||
English thesaurus | |||
| |||
ground and phase ionosphere calibration | |||
| |||
.pgl (file name extension, Hewlett-Packard) | |||
G |
Graphics : 193 phrases in 19 subjects |