future abbr. | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον |
fin. | προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης |
futures abbr. | |
account. | προθεσμιακές πράξεις |
environ. | συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
Automation abbr. | |
comp., MS | αυτοματισμός |
automation abbr. | |
econ. | αυτοματοποίηση |
control abbr. | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
technology abbr. | |
ed. earth.sc. | εκπαίδευση σε θέματα τεχνολογίας |
environ. | τεχνολογία |
med. | τεχνολογία |
| |||
προθεσμιακές πράξεις | |||
συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
συναλλαγές επί προθεσμία | |||
| |||
μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον | |||
προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
fut; fut. (tense Vosoni) | |||
| |||
Females United To Unilaterally Reduce Endo |
Future : 161 phrases in 26 subjects |