functional abbr. | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
specification abbr. | |
gen. | προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός |
econ. account. | ειδικότητα; ειδικότητα των πιστώσεων |
med. | προδιαγραφή |
specifications abbr. | |
gen. | συγγραφή υποχρεώσεων |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
Functional : 227 phrases in 28 subjects |