functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
modularity | |
commun. IT | δομοστοιχείωση; αρχή δομικής μονάδας |
commun. R&D. | σπονδυλωτή κατασκευή' δομοστοιχείωση |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
Functional : 227 phrases in 28 subjects |