functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
interleave | |
commun. | παρεμβάλλω λευκά φύλλα σε βιβλίο |
el. | μεταβίβαση στην ίδια γραμμή |
interleaving | |
IT | ταυτόχρονη επεξεργασία |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
Functional : 227 phrases in 28 subjects |