functional layer | |
commun. IT | λειτουργικό επίπεδο; λειτουργικό στρώμα |
in | |
gen. | μέσα; σε |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
λειτουργικό επίπεδο; λειτουργικό στρώμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
functional level (ssn) |