financial | |
gen. | οικονομική; οικονομικό; οικονομικός |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
οικονομική; οικονομικό; οικονομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
fin; fncl |
Financial : 1248 phrases in 37 subjects |