factory | |
gen. | εργοστάσιο |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
network service | |
comp., MS | υπηρεσία δικτύου |
| |||
εργοστάσιο n | |||
εργαλεία n | |||
English thesaurus | |||
| |||
fac | |||
fact (factories Seregaboss) |
Factory : 124 phrases in 27 subjects |