extend | |
gen. | παρατείνω; απλώνω |
commun. | διαστέλλω' διευρύνω' εκτείνω |
fin. IT | διαστέλλω,διευρύνω,εκτείνω |
extended | |
gen. | προτεταμένη; προτεταμένο; προτεταμένος |
fin. IT dat.proc. | διεσταλμένος; διεσταλμένο στοιχείο |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
παρατείνω; απλώνω | |||
διαστέλλω' διευρύνω' εκτείνω | |||
διαστέλλω,διευρύνω,εκτείνω | |||
| |||
προτεταμένη; προτεταμένο; προτεταμένος | |||
διεσταλμένος; διεσταλμένο στοιχείο | |||
σε έκταση; σε εφελκυσμό | |||
English thesaurus | |||
| |||
Exercise Training for the Elderly and/or Disabled | |||
| |||
extnd | |||
| |||
Attribute |
Extended : 183 phrases in 37 subjects |