expand | |
gen. | επεκτείνω |
comp., MS | αναπτύσσω |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
επεκτείνω | |||
αναπτύσσω (To display the subentries contained within a folder or outline view) | |||
| |||
διεσταλμένο στοιχείο; διεσταλμένος |
Expanded : 92 phrases in 23 subjects |