expand | |
gen. | επεκτείνω |
comp., MS | αναπτύσσω |
memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
| |||
επεκτείνω | |||
αναπτύσσω (To display the subentries contained within a folder or outline view) | |||
| |||
διεσταλμένο στοιχείο; διεσταλμένος |
Expanded : 92 phrases in 23 subjects |