Executive | |
IT | επόπτης |
executive | |
gen. | εκτελεστική; εκτελεστικό; εκτελεστικός |
busin. labor.org. | στέλεχος επιχείρησης; υπάλληλος διεύθυνσης |
econ. | στέλεχος |
| |||
εκτελεστική; εκτελεστικό; εκτελεστικός | |||
| |||
στέλεχος επιχείρησης; υπάλληλος διεύθυνσης | |||
στέλεχος | |||
διοικητικό στέλεχος | |||
| |||
επόπτης | |||
English thesaurus | |||
| |||
ex.; exec. | |||
ex; exec; extve |
Executive : 203 phrases in 28 subjects |