european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
transmission system operator | |
energ.ind. | φορέας εκμετάλλευσης των συστημάτων μεταφοράς; διαχειριστής συστήματος μεταφοράς' διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European : 3990 phrases in 77 subjects |