european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
statistic | |
math. | στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα |
statistics | |
environ. | στατιστική/στατιστικά στοιχεία; στατιστικά στοιχεία |
med. | στατιστική |
code of practice | |
gen. | κώδικας πρακτικής |
agric. food.ind. | κώδικας χρήσης |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European : 3962 phrases in 77 subjects |