european abbr. | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
network abbr. | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
of abbr. | |
gen. | από |
transmission system operator abbr. | |
energ.ind. | φορέας εκμετάλλευσης των συστημάτων μεταφοράς; διαχειριστής συστήματος μεταφοράς' διαχειριστής δικτύου μεταφοράς |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European : 3990 phrases in 77 subjects |