european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
marine | |
gen. | ναυτιλιακή; ναυτιλιακό; ναυτιλιακός |
observation | |
environ. | βόλιση όζοντος; μέτρηση όζοντος; παρατήρηση όζοντος |
med. | παρατήρηση; παρακολούθηση; επιτήρησις; παρακολούθησις |
observations | |
gen. | παρακoλoυθήσεις |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
data network | |
IT R&D. construct. | πληροφορικό δίκτυο ; δίκτυο δεδομένων |
IT tech. | δίκτυο DATA; δίκτυο δεδομένων |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European : 3962 phrases in 77 subjects |