european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
Data Protection | |
polit. | Προστασία Δεδομένων |
data protection | |
econ. | προστασία δεδομένων |
environ. | πρoστασία δεδoμέvωv; προστασία δεδομένων |
h.rghts.act. IT | προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα; προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα |
supervisor | |
gen. | ανώτερος; συνοδός περιφρούρησης |
commun. el. | επόπτης δικτύου |
econ. | εργοδηγός |
forestr. | επιστάτης; πρωτομάστορας; επιβλέπων |
lab.law. | χειριστής μηχανών στεγνοκαθαρίσματος; προïστάμενος εγκαταστάσεως και συσκευών βιομηχανίας τροφίμων και ποτών |
law | επίτροπος ανηλίκων |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European : 3990 phrases in 77 subjects |