european | |
gen. | ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός |
border | |
agric. construct. | ανάχωμα; ράχις |
comp., MS | περίγραμμα |
environ. | ανάχωμα; άκρο; μεθόριος; παρυφή |
industr. construct. | λοξοτομή; πλευροτομία; φάλτσο |
protection services | |
gen. | αρμόδια για την προστασία υψηλών προσώπων υπηρεσία |
| |||
ευρωπαϊκά; ευρωπαϊκές; ευρωπαϊκή; ευρωπαϊκό - ευρωπαϊκοί; ευρωπαϊκός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Eur; Euro | |||
E |
European : 3962 phrases in 77 subjects |