code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
English thesaurus | |||
| |||
EC |
Error Correcting : 15 phrases in 3 subjects |
Communications | 12 |
Electronics | 1 |
Information technology | 2 |